Παραθέτουμε τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του ιστορικού Heinz A. Richter, “Ελλάδα 1915-1917 : Μέσα από τα Ρωσικά Αρχεία” (Εκδόσεις Γκοβόστη), όπως τα ανάρτησε στον λογαριασμό του στο facebook ο κ. Τηλέμαχος Χορμοβίτης.
«Όσο εύστροφος και δαιμόνιος ήταν ο Βενιζέλος στα ζητήματα που αφορούσαν την εντός των συνόρων χώρα, άλλο τόσο αφελής ήταν στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Έπαιζε κατά κύριο λόγο το χαρτί της Μεγάλης Βρετανίας και βασιζόταν πλήρως στις αόριστες υποσχέσεις των Βρετανών πολιτικών. Δεν αντιλαμβανόταν ότι οι προφορικές υποσχέσεις του ίδιου του Βρετανού πρωθυπουργού δεν ήταν δεσμευτικές. Έχοντας κατά νουν τις αρμοδιότητες ενός Έλληνα πρωθυπουργού -ο οποίος είχε όντως τον έλεγχο του ελληνικού πολιτικού βίου και ο λόγος του μετρούσε-, ο Βενιζέλος θεωρούσε εσφαλμένα ότι ανάλογο ρόλο στη βρετανική διοικητική πυραμίδα διαδραμάτιζε και ο Βρετανός πρωθυπουργός, και δεν καταλάβαινε ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν εκεί διά της πλειοψηφίας. Επιπροσθέτως, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπολόγιζε κατά τα φαινόμενα στο φιλελληνισμό των Βρετανών. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι βασιζόταν στις απλές υποσχέσεις των Βρετανών πολιτικών και δε ζητούσε την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων από βρετανικής πλευράς. Σε τελική ανάλυση, υπήρξε ο μοναδικός ηγέτης βαλκανικής χώρας που δεν είχε κατοχυρώσει στο τέλος του πολέμου τις εδαφικές διεκδικήσεις του διά της συνάψεως σχετικών συμφωνιών. Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων ο Βενιζέλος εμφανίστηκε με άδεια χέρια.»
«Στο μεταξύ, γίνονταν εμφανείς οι δυσμενείς επιπτώσεις του εμπάργκο (των Συμμάχων κατά της Ελλάδας) . Η ασιτία έπληξε κατ’αρχάς τους πένητες. Βεβαίως, οι δημόσιες αρχές και μη κυβερνητικές ανθρωπιστικές οργανώσεις πάσχιζαν να εφοδιάσουν με τρόφιμα όσους και όσες λιμοκτονούσαν και να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές των τροφίμων, αλλά η όλη δυσπραγία ήταν τόσο έντονη, που η εν λόγω βοήθεια είχε πενιχρά αποτελέσματα. Εξάλλου, η διακοπή των θαλάσσιων συγκοινωνιών έπληξε τις βιομηχανικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας, που ελλείψει πρώτων υλών αδυνατούσαν πλέον να παράγουν τα προϊοντα τους και απέλυσαν τους εργαζομένους τους. Δεδομένου ότι δεν εισάγονταν πλέον στη χώρα δημητριακά, οι αρτοποιοί χρησιμοποιούσαν βελανίδια για την παρασκευή ψωμιού. Οι Γάλλοι επέτρεπαν την αλιεία μόνο σε ψαράδες που δήλωναν πίστη στον Βενιζέλο, κι έτσι ο ελληνικός λαός στερούνταν μια ακόμη σημαντική διατροφική πηγή.
Δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός πως οι Έλληνες είχαν την εντύπωση ότι οι Σύμμαχοι ήθελαν να πλήξουν με το εμπάργκο την Ελλάδα του Βασιλιά. Ενδεικτικό της αντίληψης αυτής είναι το ακόλουθο περιστατικό : όταν αφίχθησαν κάποια πλοία φορτωμένα με αλεύρι, επιτάχθηκαν από τους Συμμάχους και προωθήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Οι ποσότητες του ψωμιού που παρασκευάστηκαν εκεί από το εν λόγω φορτίο προσφέρθηκαν στους οπαδούς του Βασιλιά, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί θα περνούσαν στο αντίπαλο στρατόπεδο· πολλοί ένθερμοι υποστηρικτές του Βασιλιά αρνήθηκαν να υποκύψουν στον πειρασμό και δήλωσαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν. Καθώς ο Βασιλιάς συμμεριζόταν τα βάσανα των υπηκόων του, είδε το κύρος του να ενισχύεται όσο ποτέ άλλοτε στους κόλπους των οπαδών του. Πολλοί ήταν εκείνοι που μισούσαν τον Βενιζέλο, μια και τον θεωρούσαν σε τελική ανάλυση υπεύθυνο για τη δυσπραγία τους. Σε πολλά χωριά οι κάτοικοι αναθεμάτιζαν και πάλι τον Βενιζέλο ως προδότη. Το μίσος γινόταν ολοένα και εντονότερο. Όπως ανέφερε ο πολεμικός ανταποκριτής Abbott, υπήρχαν παιδικοί τάφοι που είχαν χαραγμένα στην ταφόπλακα τα ακόλουθα : “Ενθάδε κείται το τέκνο μου, που το καταδίκασε σε θάνατο από ασιτία ο Βενιζέλος”. Ο μηχανισμός λογοκρισίας φρόντισε να αποκρύψει τέτοιου είδους πληροφορίες, ώστε να μην περιέλθουν εις γνώσιν της βρετανικής κοινής γνώμης.»
«(Με την επιστροφή των Φιλελεύθερων στην εξουσία το 1917) όποιος είχε έλθει σε πολιτική αντιπαράθεση με τον Βενιζέλο στο παρελθόν, έπεσε θύμα αντεκδικήσεως. “Με τη συμπεριφορά του έδινε την εντύπωση ότι απολάμβανε την ταπείνωσή τους, και ότι ήθελε να επωφεληθεί από την ανημποριά τους.”
Ακόμη και οι εξόριστοι υπέστησαν κυρώσεις. Από τον “αρχιπροδότη” Κωνσταντίνο στέρησαν το ποσό της σύνταξης. Κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας δεν είχε το δικαίωμα να ταξιδέψει σε χώρα της Αντάντ. Οι επισκέψεις σε αυτές απαγορεύονταν. Όμως, δε διώκονταν μόνον οι απολογητές του στέμματος. Κυρώσεις επιβλήθηκαν και σε κατοίκους της υπαίθρου που είχαν στα σπίτια τους μια εικόνα του Βασιλιά τους. Μάλιστα, η δίωξη των αντιφρονούντων είχε σε ορισμένες περιπτώσεις και τη γελοία όψη της : “Μια γυναίκα σύρθηκε στο αστυνομικό τμήμα, επειδή ο παπαγάλος της ακούστηκε να επαναλαμβάνει το εμβατήριο του Κωνσταντίνου.” Όποιος βάφτιζε το γιο του Κωνσταντίνο, έπρεπε να γνωρίζει ότι έμπαινε σε μπελάδες. Το δόγμα που εφαρμοζόταν ήταν το εξής : “Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας· κατά συνέπεια, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα τα πρόσωπα που είναι κατά το μάλλον ή ήττον ύποπτα για συμμετοχή στα γεγονότα της 18ης Νοεμβρίου (Νοεμβριανά), ακόμη και κυρίες που φορούν κοσμήματα με το πορτρέτο του Βασιλιά Κωνσταντίνου.»