Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον
Πειραιά. Στην Καστέλλα. Το 1936.
Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο
παντρεύτηκα και πήγα στη Ρώμη.
Στη Ρώμη με οδήγησε η ανάγκη μου
ως Έλληνα να καλύψω ένα κενό.
Το κενό της Αναγέννησης.
Η Ελλάδα δεν έζησε την Αναγέννηση.
Η Ελλάδα περνά από το Βυζάντιο
στο ”τίποτα”.
Δε θα ξεχάσω ποτέ
αυτό που μου έδωσε η μεγάλη
αναγεννησιακή ζωγραφική.
Ο Μαζάτσο και ο Καραβάτζο.
Δύο προσωπικότητες
που περικλείνουν
μία σημαντική ιδεολογία
που δε σας κρύβω ότι
ερχόμενος σε επαφή μαζί τους,
ταράχτηκα. Ανησύχησα.
Πηγαίνοντας στη σχολή
διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει
ένας δρόμος για τη γνώση.
Για να την κατακτήσουμε
δεν πρέπει να πηγαίνουμε
από τα ίδια μονοπάτια.
Στη ζωγραφική,
για να καταλάβεις
τη σημασία ενός έργου
πρέπει να το δεις
κάτω από διαφορετικό
φως κάθε φορά.
Το πρωί ένα κάδρο λέει κάτι
και το απόγευμα κάτι άλλο.
Τα κάδρα δεν είναι
πάντοτε τα ίδια.
Εξαρτάται από το
πώς τα βλέπεις κι εσύ.
Μια ζωγραφική πάνω σ’ ένα τοίχο,
είναι διαφορετική
από μια ζωγραφική σε μουσαμά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωγραφική
που τη βλέπεις μέσα στην εκκλησία
την ώρα της λειτουργίας ή όχι.
Η τέχνη από τους
καλλιτέχνες φτιάχνεται,
χωρίς με αυτό να αρνούμαι
την επίδραση του περιβάλλοντος
στον καλλιτέχνη και το έργο του.
Ο χώρος που εκτίθεται ένα έργο,
γενικότερα, είναι πολύ δεμένος
με τη σημασία του έργου.
Ο καλλιτέχνης είναι ένας
άνθρωπος που σκέφτεται
κι επειδή σκέφτεται, φτιάχνει.
Δεν κάνουν όλα τα υλικά
σ’ έναν καλλιτέχνη. Γι’ αυτό
χρησιμοποιεί αυτό το υλικό
και όχι ένα άλλο.
Η επιλογή των υλικών
δίνει ξεχωριστή υπόσταση
στον καλλιτέχνη.
Το κάρβουνο και το σίδερο
έχουν ένα μακρύ παρελθόν,
που εγώ, χρησιμοποιώντας το
σήμερα για να φτιάξω
τη στρατηγική μου ιδέα για το μέλλον,
εξασφαλίζω στο μέλλον ένα παρελθόν.
Ο Πωλ Κλέε έλεγε ότι το 70%
ενός καλλιτέχνη είναι το ένστικτο.
Συμφωνώ. Ο καλλιτέχνης,
τελικώς, πάει στα τυφλά.
Είναι ένας τυφλός
που κάποια στιγμή
είδε πολύ καθαρά και έντονα.
Θα έλεγα εκτυφλωτικά.
Αμέσως μετά τυφλώθηκε,
κουφάθηκε, βουβάθηκε,
κι άρχισε μα δημιουργεί.
Γι’ αυτό και δημιουργεί μ’ ένα
δικό του γλωσσικό κώδικα.
Γιατί δεν βλέπει πια.
Σίγουρα όμως
κάποτε είδε και φτιάχνει
αυτό που είδε καθαρά.
Αν μετά τη λάμψη συνέχιζε
να βλέπει, ν’ ακούει, να μιλάει,
θα ήταν ένας νατουραλιστής.
Εφόσον δεν είναι,
σημαίνει ότι δεν βλέπει
δεν ακούει, ούτε μιλάει πια.
Ζωγράφιζα από δεκατριών ετών.
Έδωσα εξετάσεις
στη Σχολή Καλών Τεχνών
και απέτυχα.
Ήμουν και κακός μαθητής στο σχολείο…
Δεν ένιωσα ποτέ πίκρα για την Ελλάδα.
Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου
να έχει αυτού του είδους τις πίκρες.
Κοίταζα να βρω αυτά που μου έλειπαν.
Δεν είχα άλλου είδους συναισθήματα.
Οι Έλληνες ανακάλυψαν την έννοια
της συμμετρίας και της αρμονίας.
Πώς είναι δυνατόν να αρκούνται
στη μικρότητα του συναισθηματισμού;
Δεν αναζήτησα παρά μόνο
όμορφα πράγματα.
Μέτρησα την απόσταση
μέσα από την
αντικειμενικότητα.
Είδα το ιερό
στα αντικείμενα
καθημερινής χρήσης.
Πίστεψα στο βάρος ως σωστό μέτρο.
Διέσχισα μονοπάτια δύσκολα,
μέσα στο δάσος,
ανηφορίζοντας προς το βουνό.
Το μολύβι,
τα μαλλιά, τα σύννεφα,
η Μικρή Άρκτος που δείχνει τον Βορρά,
ο Άνεμος.
Δεν ξέρω να ζω έξω από
τον λαβύρινθο της γλώσσας.
Αγαπώ την ελιά,
τ’ αμπέλι και το στάρι.
Θέλω την επιστροφή
της ποίησης με όλα τα μέσα:
με την άσκηση,
την παρατήρηση,
τη μοναξιά, τον λόγο,
την εικόνα, την εξέγερση.
Ανικανοποίητος
μέχρι το διηνεκές.
Γιάννης Κουνέλλης
16 Φεβρουαρίου του 2017, έφυγε από τη ζωή.